ψηλοκρατιέμαι

ψηλοκρατιέμαι
ψηλοκρατιουμαι, ψηλοκρατώ αμετ. держать себя высокомерно, важничать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψηλοκρατιέμαι" в других словарях:

  • ψηλοκρατώ — Ν (το μέσ.) ψηλοκρατουμαι και ψηλοκρατιέμαι α) συμπεριφέρομαι ακατάδεχτα και αλαζονικά β) καμαρώνω για την οικογενειακή μου καταγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + κρατώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»